- επήκοος
- -ον (AM ἐπήκοος, -ον Α και δωρ. τ. έπάκοος, -ον)φρ. «εἰς ἐπήκοον» — σε τέτοια απόσταση ή θέση που να ακούν όλοι («ἔστησαν εἰς ἐπήκοον», Ξεν.)αρχ.1. αυτός που ακούει με προσοχή («τῶνδ' ἐπήκοοι κακῶν», Αισχύλ.)2. (για θεούς) αυτός που εισακούει τις προσευχές («εἰ καὶ πρότερόν ποτ' ἐπηκόω ἤλθετον», Αριστοφ.)3. υπάκουος4. ακουστός5. μάρτυρας σε συναλλαγή6. στον πληθ. ἐπήκοοιαπεσταλμένοι, πρεσβευτές. (Επίρρ.) ἐπηκόως (Α)έτσι ώστε να ακούγεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ακούω, το -η- λόγω τής λειτουργίας τού νόμου εκτάσεως εν συνθέσει].
Dictionary of Greek. 2013.